- κραταιός
- -ή, -όπολύ δυνατός (σωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κραταιός — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… … Dictionary of Greek
κραταιότερον — κραταιός strong adverbial comp κραταιός strong masc acc comp sg κραταιός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτων — κραταιός strong fem gen superl pl κραταιός strong masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτέρων — κραταιός strong fem gen comp pl κραταιός strong masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιόν — κραταιός strong masc acc sg κραταιός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιότατα — κραταιός strong adverbial superl κραταιός strong neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιότατον — κραταιός strong masc acc superl sg κραταιός strong neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτη — κραταιός strong fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιοτάτην — κραταιός strong fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)